διατρύγιος

διατρύγιος
διατρύγιος [pron. full] [ῠ], ον, (τρύγη) , διατρύγιος δὲ ἕκαστος [ὄρχος] ἤην each row
A bore grapes in succession, Od.24.342, cf. Eust.ad loc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διατρύγιος — διατρύγιος, ον (Α) [τρυγώ] επίθ. που αποδίδεται σε αμπέλι, τού οποίου τα σταφύλια δεν ωριμάζουν ταυτόχρονα, Όμ.) …   Dictionary of Greek

  • διατρύγιος — bore grapes in succession masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρύγιον — διατρύγιος bore grapes in succession masc/fem acc sg διατρύγιος bore grapes in succession neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρυγίους — διατρύγιος bore grapes in succession masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”